Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
γνώριμος, εὐκατανόητος, εὔκριτος, αἱρετός, εὐσύνετος, εὐξύνετος, λευκός, εὐσύνοπτος, σαφής