εὐκατανόητος

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατανόητος Medium diacritics: εὐκατανόητος Low diacritics: ευκατανόητος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: eukatanóētos Transliteration B: eukatanoētos Transliteration C: efkatanoitos Beta Code: eu)katano/htos

English (LSJ)

εὐκατανόητον, easy to observe or understand, Plb.18.30.11, Ptol.Tetr.30.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht einzusehen, Pol. 18, 13 E.

Russian (Dvoretsky)

εὐκατανόητος: легко постигаемый, понятный Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατανόητος: -ον, εὐχερῶς κατανοούμενος, Πολύβ. 18. 13, 11.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατανόητος, -ον)
αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-νοητός (< κατα-νοώ)].