мужественно
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Russian > Greek
ἀλύπως, γενναίως, εὐγενῶς, ἐρρωμένως, ἀνδρωδῶς, γεννικῶς, εὐκαρδίως, ἐπάνδρως, τλημόνως, ἀνδρείως, ἀνδρικῶς, εὐψύχως, καρτερούντως, παραστατικῶς, ταλαύρινον