εὐκαρδίως

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
d'un cœur ferme.
Étymologie: εὐκάρδιος.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαρδίως: мужественно, стойко Eur.