Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
ἐκπνέω ;; ἐκπνείω ;; ἐξατμίζω ;; ἀναθυμιάομαι ;; ἐπαναφέρω ;; ἐπαμφέρω ;; διαπνέω ;; ἐξανθέω ;; μωραίνω