ἀναθυμιάομαι

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Russian (Dvoretsky)

ἀναθῡμιάομαι:
1 испаряться (τὸ ὑγρὸν ἀναθυμιώμενον Arst.; ὁ ἐκ τῆς γῆς ἀναθυμιώμενος ἀήρ Plut.);
2 выделять испарения, куриться (ἡ γῆ ξηραινομένη ἀναθυμιᾶται Arst.);
3 подниматься (τὸ ἀναθυμιώμενον πῦρ Arst.; ὁ ἀναθυμιώμενος καπνός Luc.; перен. μῖσος ἀναθυμιᾶται Polyb.);
4 поднимать испарения (ἐκ τῆς θαλάττης Arst.);
5 выдыхаться (οἶνος ἀναθυμιαθείς Plut.).