ἐξατμίζω
English (LSJ)
A turn into vapour, draw up as vapour, ἐκ τῆς γῆς τὸ ὑγρόν Arist.Mete.347b27, cf. 355a18, Aret.SD1.16:—Pass., evaporate, Arist.Mete.388a29, Ph.2.508, Gal.6.536.
II intr. in Act., = Pass., Arist.Mete.383a16, al., GA782a29.
Spanish (DGE)
I tr.
1 hacer evaporar, volatilizar en teorías fisiol. τὸ σῶμα ... ἐξατμίζει ἔξω τοῦ ὑγροῦ πᾶν τὸ ζωτικὸν Hp.Morb.4.47, cf. Aret.SD 1.16.4
•fís. τοῦ ἐξατμίσαντος ... τὸ ὑγρὸν πυρός Arist.Mete.347b27, cf. 355a18, τὸν ἥλιον ἐξατμίζοντα τὰ νέφη Chrysipp.Stoic.2.202, πολύ θεῖον ἐξατμίσαι Zos.Alch.Comm.Gen.8.34, en v. pas. λέγει ... τι τῆς ὑγρότητος ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐξατμίζεσθαι καὶ γίνεσθαι πνεύματα Alex.Aphr.in Mete.67.5, τοῦ λιπαροῦ ἐξατμισθέντος ref. al agua de mar Placit.3.16.2 (= Anaxag.A 90), cf. Ps.Caes.70.15.
2 fig. insuflar el aliento vital τὴν ψυχὴν ... ἐξατμίζουσαν αὐτό (τὸ σῶμα) τῇ ζωῇ Nemes.Nat.Hom.3.131.
II intr. evaporarse c. suj. de líquidos y asim. ἐξατμίζοντος γὰρ τοῦ ὑγροῦ Arist.Mete.383a16, cf. GA 782a29
•en v. med.-pas. mismo sent. (ὕδωρ) ἐξατμισθήσεται γὰρ ἐκ τοῦ χαλκείου Hp.Morb.4.49, cf. Gal.6.536, τῶν μὲν οὖν ὑγρῶν ὅσα μὲν ἐξατμίζεται Arist.Mete.388a29, νοτίς ἐξατμιζομένη Hld.2.28.4, τὸ δ' ὕδωρ ἐξατμιζόμενον εἰς ἀέρα Ph.2.508, cf. Placit.5.11.1 (= Emp.A 81)
•fig., en v. pas. τὸ ἐκ τῆς κινήσεως τοῦ θεοῦ ἐξατμιζόμενον ἄνθος Corp.Herm.Fr.23.16.
German (Pape)
[Seite 873] dasselbe, von der Sonne, τὸ ὕδωρ Arist. Meteor. 2, 2. – Pass., aus-, verdampfen, ib. 4, 10, oft, u. A., u. so auch im act. intr. Arist. gen. an. 5, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἐξατμίζω:
1 испарять (τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τὰ νάματα Plut.); med.-pass. испаряться (ἐξατμίζοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.);
2 med.-pass. выдыхаться, улетучиваться (τῆς θερμασίας ἐξατμισθείσης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξατμίζω: μεταβάλλω εἰς ἀτμόν, κάμνω τι νὰ ἐξατμισθῇ, τοῦ πυρὸς ἐξατμίσαντος ἐκ τῆς γῆς τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 11, 3· πρβλ. 2. 2, 10: - Παθ., ἐξατμίζομαι, ὡς καὶ νῦν, αὐτόθι 4. 10, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ. = τῷ Παθ., αὐτόθι 4. 6, 5 κ. ἀλλ., π. Ζ. Γεν. 5. 3, 8.
Greek Monolingual
(AM ἐξατμίζω) ατμίζω
1. μετατρέπω υγρό σε ατμό, σε αεριώδη κατάσταση («τοῦ πυρὸς ἐξατμίσαντος ἐκ τῆς γῆς τὸ ὑγρόν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
Ι. 1. ενεργώ ώστε από κλειστό σκεύος να βγει ο ατμός («εξάτμισε τη μηχανή»)
ΙΙ εξατμίζομαι
1. (για αφρό κύματος) σβήνω, εξαφανίζομαι
2. (για κρασί, οινοπνευματώδη κ.λπ.) ξεθυμαίνω
3. εξαφανίζομαι σαν να έγινα ατμός («εξατμίστηκε το θάρρος του»).