постоянство
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Russian > Greek
ἀμετάστατον, διομαλισμός, ἐνδελέχεια, εὐπάρεδρον, προσκαρτέρησις, εὐστάθεια, διαμονή
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
ἀμετάστατον, διομαλισμός, ἐνδελέχεια, εὐπάρεδρον, προσκαρτέρησις, εὐστάθεια, διαμονή