ἐνδελέχεια
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ἡ, continuity, persistency, πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10; πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Men.744.—Freq. confused with ἐντελέχεια (q.v.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἐνδελεχείη Choeril.11
• Morfología: [a veces en cód. y ed. confundido c. ἐντελέχεια q.u.]
1 persistencia, perseverancia, insistencia prov. πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ la gota de agua agujerea la piedra con su insistencia Choeril.11, πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Men.Fr.749.2, cf. Chrys.M.51.174, c. gen. subjet. ἡδονῶν Clem.Al.Strom.2.20.116, cf. 5.3.16, τῆς ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος Epiph.Const.Haer.80.6.1, cf. Phot.δ 398.
2 continuidad, fil. movimiento continuo como naturaleza de la mente sic ipsum animum ἐνδελέχειαν appellat nouo nomine quasi quandam continuatam motionem et perennem Arist.Fr.27 (p.95) Ross, cf. Ph.1.625, como propio de la abstracción que es el vacío ἀναιρετικὴ ... ἡ κατ' ἐνδελέχειαν αὐτοῦ (κενοῦ) φύσις Arist. en Placit.1.18.6
•en el ritual jud. sacrificio perpetuo o de continuidad, prob. trad. del hebr. tamîd c. referencia al sacrificio cotidiano de corderos, Ph.2.239.
3 medic. molestia persistente ἀπαλλαγῆναι τῆς τοιαύτης ἐνδελεχείας Steph.in Hp.Progn.152.2.
German (Pape)
[Seite 832] ἡ (? vgl. ἐντελέχεια), Fortdauer, das Ununterbrochensein, Menand. bei Stob. flor. 29, 19; πέτρην κοιλαίνει ῥανίς Choeril., s. Nähe p. 169. ἐνδελεχέω, fortdauern, ununterbrochen fortwähren, LXX.; Sp. auch ἐνδελεχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδελέχεια: ἡ непрерывность, постоянство: πάντα ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Men. упорным трудом достигается все.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδελέχεια: ἡ, ἡ διάρκεια, τὸ ἀέναον, τὸ ἀδιάλειπτον, Λατ. continuation, perennitas, πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. σ. 169, ἔνθα ἴδε Näke· πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 191. Συχνάκ. συγχέεται πρὸς τὸ ἐντελέχεια, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
η (AM ἐνδελέχεια)
διάρκεια, συνεχής δράση ή επίδραση («πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ», Χοιρίλος)
νεοελλ.
αδιάπτωτη επιμέλεια, συνεχής φροντίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δόλιχος].