сговорчивый
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Russian > Greek
εὐδιάλυτος, παραρρητός, εὐδιάλλακτος, εὐσύμβολος, εὐξύμβολος, εὐχερής, ταχυπειθής, εὐμετάπειστος, τιθασός, εὐσυνάλλακτος