generous
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Munificent: P. φιλόδωρος, Ar. μεγαλόδωρος. Abundant: P. and V. ἄφθονος, πολύς, V. ἐπίρρυτος. Ungrudging: V. ἄφθονος. Free, liberal: P. and V. ἐλεύθερος, P. ἐλευθέριος. High-minded: P. and V. γενναῖος, P. μεγαλοφρων, μεγαλόψυχος, V. εὐγενής. Humane: P. and V. φιλάνθρωπος. Good (of persons or things): P. and V. χρηστός, γενναῖος.