μεγαλόψυχος
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
μεγαλόψυχον,
A high-souled, generous, Isoc.9.3, Arist.EN 1123b2; εὐεργετικὸς καὶ μ. Plb.22.21.3; τὸ μ., = μεγαλοψυχία, Id.1.20.11, 31.28.9, Plu.Per.36: Comp. μεγαλοψυχότερος, φαίνεσθαι D.19.235, cf. Hyp.Eux.33. Adv. μεγαλοψύχως, ἔχειν πρός τινας D.19.140; χρήσασθαι τοῖς πράγμασι Plb.1.8.4, cf. OGI194.11 (Egypt, i B. C.); ἐνεγκεῖν συμφοράν Plu.CG19.
2 romantic, Quixotic, Pl.Alc.2.140c.
German (Pape)
[Seite 108] von hoher, edler Gesinnung und Seelengröße, ἀθάνατα μὲν φρόνει τῷ μεγαλόψυχος εἶναι, Isocr. 1, 32; vgl. Arist. Eth. 1, 10, 12 u. die unter μεγαλοψυχία angeführten Stellen; u. so auch Sp., wie bei Pol. τὸ μεγαλόψυχον καὶ παράβολον τῆς Ῥωμαίων αἱρέσεως, 1, 20, 11; bes. den Freigebigen bezeichnend, καὶ εὐεργετικός, 22, 21, 3; adv., μεγαλοψύχως καὶ πρᾴως χρῆσθαι τοῖς πράγμασι, 1, 8, 4, καὶ βασιλικῶς, 8, 25, 5. Nach Plat. Alc. II, 140 c auch ein milderer Ausdruck für ἄφρων, hochfahrig, überspannt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 magnanime;
2 libéral, magnifique.
Étymologie: μέγας, ψυχή.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόψῡχος:
1 возвышенного образа мыслей, благородный (μ. καὶ ἐλεύθερος Arst.);
2 восторженный, пылкий Plat.;
3 великодушный, щедрый (μ. καὶ εὐεργετικός Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ὁ ἔχων μεγάλην ψυχήν, γενναῖος τὴν ψυχήν, Ἰσοκρ. 189Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· τὸ μ. = μεγαλοψυχία, Πολύβ. 1. 20, 11, 32. 14, 9, Πλούτ.· - συγκρ., μεγαλοψυχότερος φαίνεσθαι Δημ. 414. 15, πρβλ. Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξ. 43· - Ἐπίρρ. -χως, Δημ. 384. 18, Πολύβ. 1. 8, 4, κτλ. 2) ἐν Πλάτ. Ἀλκ. 2. 140C, ἠπιωτέρα λέξις ἀντὶ τοῦ ἄφρων.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόψυχος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῖος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.)
νεοελλ.
εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος
νεοελλ.-μσν.
συνεκδ.
1. ανεκτικός, μακρόθυμος
2. καρτερικός, υπομονητικός
αρχ.
1. μεγαλοφάνταστος, ποιητικός, παράδοξος, φαντασιώδης, δονκιχωτικός («κατονομάζειν οἱ μὲν μεγαλοψύχους, οἱ δὲ εὐήθεις» Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλόψυχον
η μεγαλοψυχία.
επίρρ...
μεγαλοψύχως και -α (ΑM μεγαλοψύχως)
με μεγαλοψυχία, με υψηλά αισθήματα
μσν.
με γενναιότητα, με καρτερικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ψυχή (πρβλ. κακό-ψυχος, καλό-ψυχος)].
Middle Liddell
μεγᾰλό-ψῡχος, ον ψυχή
high-souled, magnanimous, Dem.:—adv. -χως, Dem.