ἀμόργης

Revision as of 16:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg. 1.1, Arist.Col.796a27.

German (Pape)

[Seite 127] ὁ, = vor., Arist. Color. 5 (796, 27).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόργης: -ου, ὁ, (ἀμέργω) τὸ ὑδατῶδες μέρος τὸ ἐξερχόμενον ἀπὸ τῶν ἐλαιῶν πιεζομένων, Λατ. amurca, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5. 22, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 8, 3· ἐν Ἱππ. Ἀφ. 1260, τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀμόργη, ἡ, = «ἀμοῦργα.»

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Morfología: [ac. -ητα PCair.Zen.839.3 (III a.C.)]
oleaza Arist.Col.796a27, PCair.Zen.l.c.

Greek Monolingual

ἀμόργης, ο (Α) ἀμέργω
το κατακάθι, η μούργα του λαδιού (πρβλ. και αμόργη).

Russian (Dvoretsky)

ἀμόργης: ου ὁ отстой оливкового масла Arst.