ἀμέργω

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέργω Medium diacritics: ἀμέργω Low diacritics: αμέργω Capitals: ΑΜΕΡΓΩ
Transliteration A: amérgō Transliteration B: amergō Transliteration C: amergo Beta Code: a)me/rgw

English (LSJ)

[ᾰ], fut. -ξω (v. infr.), pluck or pull, ἄνθε' ἀμέργοισαν παῖδα Sapph.121; πετάλων ἄπο.. χερὶ καρπὸν ἀμέρξων E.HF397 (lyr.), cf. A.R.1.882; ἀ. τὰς ἐλάας Com.Adesp.437 (squeeze out juice, acc. to Eust.318.11):—Med., ἀμερξάμεναι.. δρυὸς ἄγρια φύλλα Theoc.26.3, cf. A.R.4.1144, Nic.Th.864, etc.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [part. pres. lesb. ἀμέργοισαν Sapph.122]
I 1de flores, plantas y frutos coger, recoger ἄνθε' ἀμέργοισαν Sapph.l.c., cf. A.R.4.1144, λειμώνιον ἄνθος AP 7.657 (Leon.), ἐλάας Ar.Fr.387B, καρπόν E.HF 396, A.R.1.882, δρυὸς ἄγρια φύλλα Theoc.26.3, ὃ (πάνακες Φλεγυήιον) Nic.Th.686, φυταλιὴν εὔοδμον ἀ. δονακήων Nonn.D.33.5, cf. Eust.838.55.
2 fig. en v. med. conseguir τὴν τοῖς βουλομένοις χρυσὸν ἀμεργομένην a la (prostituta) que les saca el oro a quienes quieren, AP 5.2, cf. Hsch., μίμνεν ἀμεργομένη γλυκερώτερον ὕπνον ὀπωπαῖς permanecía (en cama) tratando de conseguir para sus ojos el más dulce sueño Nonn.D.18.208.
3 exprimir ἀμέργω, τὸ ἐκπιέζω κατὰ τοὺς παλαιούς Eust.218.11.
II v. med. echar, arrojar (κύων) γε[ν] ύων ἀφρὸν ἀμεργόμενος PCair.Zen.532.6
rechazar ὄμμασι γὰρ ληθαῖον ἀμεργομένη πτερὸν Ὕπνου rechazando de sus ojos las alas del sueño que hacen olvidar Nonn.D.7.141.
• Etimología: De *merH- ‘frotar’, que recibe diversos alarg., cf. ai. mṛṇātirobar’, marcáyatidañar’, lat. mordeo, gr. βαρδῆν, μάρμαρος, μαρασμός, ἀμέρδω, etc.

German (Pape)

[Seite 122] abpflücken. abbrechen, von Blumen, Sappho bei Ath. XII, 554 b; von Früchten, Eur. Herc. Fur. 395; med., Ap. Rh. 4, 1144; δρυὸς φύλλα ἀμερξάμενοι Theocr. 26, 3; βότρυν Agath. 59 (VI, 72); übertr., ληθαῖον ὕπνου πτέρον Nonn. D. 7, 141. Es unterscheidet sich von ἀμέλγω so, daß cs auf trockene Dinge geht.

French (Bailly abrégé)

f. ἀμέρξω;
cueillir.
Étymologie: , R. Μεργ extraire.

Russian (Dvoretsky)

ἀμέργω: (ᾰ) тж. med. срывать (ἄνθεα Sappho; καρπὸν χερί Eur.; med.: δρυὸς φύλλα Theocr.; βότρυν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέργω: [ᾰ]: μέλλ. -ξω = δρέπω σύρων, κόπτω, Λατ. decerpo, distringo, ἄνθε’ ἀμέργοισαν παῖδα, Σαπφ. 121· πετάλων ἄπο… χερὶ καρπὸν ἀμέρξων, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 397 (λυρ.)· ἀμ. τὰς ἐλαίας Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 5, σελ. 123. Κατὰ μέσ. φωνήν, ἀμερξάμεναι δρυὸς ἄγρια φύλλα Θεόκρ. 26. 3, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1144, Νικ. Θ. 864, κτλ. ― οὐδέποτε τίθεται ἐπὶ ὑγρῶν, διότι τὸ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 882 ἴσως πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ ἀμέλγουσι. (Ἐκ √ΜΕΡΓ μετὰ προθεματικοῦ α παράγονται καὶ τὰ ἀμοργός, ἀμόργη· ὡσαύτως ὀμόργνυμι (μετὰ προθεματικοῦ ο): πρβλ. Σανσκρ. marǵ mârǵhmi (abstergeo)· Λατ. mergae, merges. Συγγενὲς τῇ √ΜΕΛΓ, ἴδε ἀμέλγω).

Greek Monolingual

ἀμέργω)
(ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ, ξεριζώνω» και όχι απλώς «συγκομίζω, συγκεντρώνω». Το ρήμα χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση της συγκομιδής φρούτων ή λουλουδιών. Στους Αλεξανδρινούς ποιητές απαντά συνήθως στη μέση φωνή και αναφέρεται στο μάζεμα φύλλων ή λουλουδιών. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Είναι πιθανό να συνδέεται με το ρ. ὀμόργνυμι «απομάσσω, σκουπίζω, στεγνώνω» και επομένως και με το σανσκριτ. mārjmi «τρίβω, εξαλείφω, διαγράφω» καθώς και με τις λατιν. λ. mergae «θεριστικό δίκρανο», merges «δέσμη από στάχυα».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοργεύς, ἀμόργη, ἀμοργός, ἄμοργμα.

Greek Monotonic

ἀμέργω: [ᾰ], μέλ. -ξω, κόβω με δρεπάνι ή σύρω, Λατ. decerpo, σε Σαπφώ, σε Ευρ. — Μέσ., κόβω για τον εαυτό μου, σε Θεόκρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: pluck (flowers) (Sapph.), also of olives = squeeze? (Com. Adesp. 437; ἀμέργω τὸ ἐκπιέζω Hdn.). - The meaning to squeeze olives suggests a Pre-Greek word.
Compounds: XX [unknown]
Derivatives: ἀμόργη watery part which runs out when olives are pressed (Hp.; > Lat. amurca, amurga), also ἀμόργης, ἄμοργος, ἄμοργις; ngr. μούργα, μοῦργος s. Kapsomenos ByzZ 36, 316f., Psaltes Festschrift Hatzidakis 66ff. - Nom. ag. (in metaph. sense) ἀμοργοί πόλεως ὄλεθροι (Cratin.). ἄμοργμα σύλλεγμα, ἄρτυμα H. - Unclear ἀμοργίς, -ίδος f. stalks of mallow, Malva silvestris (Ar.); after the island Amorgos (Taillardat, Rev.de phil. 33, 1959, 66; cf. also REG 64, 1951, 11ff.)? - The meaning squeeze olives suggests a Pre-Greek word.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Lat. mergae pitch-fork seems not related. - Though a PIE root *h₂merg- is perfectly possible, the word may also be a technical term borrowed from the substr. language, esp. if it originally refers specifically to the handling of olives (the name of the island is no doubt also a substr. element).

Middle Liddell

to pluck or pull, Lat. decerpo, Sapph., Eur.:—Mid. to pluck for oneself, Theocr.

Frisk Etymology German

ἀμέργω: {amérgō}
Grammar: v.
Meaning: abpflücken, ernten (lyr., hellen. Ep.), auch von den Oliven = auspressen? (Kom. Adesp. 437; ἀμέργω· τὸ ἐκπιέζω Hdn.).
Derivative: Davon nach allgemeiner Annahme ἀμόργη Ölhefe (Hp., Thphr., Dsk.), woraus entlehnt lat. amurca, amurga (s. W.-Hofmann); Nebenformen ἀμόργης, ἄμοργος, ἄμοργις; ngr. μούργα, μοῦργος s. Kapsomenos ByzZ 36, 316f., vgl. auch Psaltes Festschrift Hatzidakis 66ff. — Nom. ag. in übertrag. Bed. ἀμοργοί· πόλεως ὄλεθροι Kratin. 214; ähnl. Emp. 84. — ἀμοργεύς Ölpresser (Poll.), ἄμοργμα· σύλλεγμα, ἄρτυμα H. — Unklar ist die Herkunft von ἀμοργίς, -ίδος f. der Stengel von Malva silvestris (Ar.); ob nach der Insel Amorgos benannt? — Adj. ἀμόργινος Beiwort von χιτών und anderen Kleidungsstücken (Kom., Aeschin.), vgl. ἀμόργεια· χρώματος εἶδος, ἀπὸ νήσου Ἀμοργοῦντος Suid.
Etymology: Vielleicht mit ὀμόργνυμι abwischen, aind. mā́rj-mi ib. (vgl. s. ἀμέλγω) verwandt. Aus dem Lat. wurden hierhergezogen mergae Mähgabel und merges Ährenbündel; unsicher. Vgl. W.-Hofmann s. v., WP. 2, 283f.
Page 1,91-92