ἀλφιτοποιός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A preparer of ἄλφιτα, Oenom. ap. Eus.PE5.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτοποιός: ὁ, ἡ, ὁ κατασκευάζων ἄλφιτα, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Προπ. 232C.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fabricante de sémola o farro Oenom.12 (p.378).
Greek Monolingual
ἀλφιτοποιός, ο (AM)
παρασκευαστής αλφίτων, αλεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτοποιία
μσν.
ἀλφιτοποιῶ].