φιλότιμο
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
το / φιλότιμον, ΝΜΑ
η φιλοτιμία (α. «δεν έχει καθόλου φιλότιμο» β. «τοῑς τρόποις ζητῶν πρίασθαι τὸ φιλότιμον ἐκ μέσου;», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. φιλότιμος.