ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
Ἀδρίας, -ου, ὁ. or see, ὁ κόλπος ὁ Ἰόνιος.
Of the Adriatic, adj.: Ἀδριατικός.