ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Δολοπία, ἡ.
Dolopes: Δόλοπες, οἱ.
Dŏlŏpĭa, æ, f., Dolopie [partie de la Thessalie habitée par les Dolopes : Liv. 32, 13, 14.
Δολοπία