βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
Celt, Kelt = Κέλτης
Celts, Kelts, Celtae = Κελτοί, οἱ, Κελταί, οἱ.
Celtic, Keltic, adj.: Κελτικός.