batter
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Strike: P. and V. κρούειν, κόπτειν, συγκόπτειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. παίειν (rare P.), ἀράσσειν, θείνειν.
Break: P. and V. ῥηγνύναι, καταρρηγνύναι, ἀπορρηγνύναι, καταγνύναι, συντρίβειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. θραύειν (rare P.), V. συνθραύειν, συναράσσειν.
Batter down: P. and V. ἀνατρέπειν, κατασκάπτειν, P. κατασείειν, V. ἐρείπειν.