batter
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
strike: P. and V. κρούειν, κόπτειν, συγκόπτειν (Euripides, Cyclops), Ar. and V. παίειν (rare P.), ἀράσσειν, θείνειν.
break: P. and V. ῥηγνύναι, καταρρηγνύναι, ἀπορρηγνύναι, καταγνύναι, συντρίβειν (Euripides, Cyclops), Ar. and V. θραύειν (rare P.), V. συνθραύειν, συναράσσειν.
batter down: P. and V. ἀνατρέπειν, κατασκάπτειν, P. κατασείειν, V. ἐρείπειν.