foster
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. τρέφειν, θεραπεύειν, V. ἀτάλλειν, ἀλδαίνειν, Ar. and V. βόσκειν; see tend. Foster (a feeling, etc., in a person): P. and V. ἐντίκτειν (Plat.) (τινί τι). ἐμβάλλειν (τινί τι) ἐντιθέναι (τινί τι), P. ἐμποιεῖν (τινί τι), ἐνεργάζεσθαί (τινί τι).