φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
P. and V. τρέφειν, θεραπεύειν, V. ἀτάλλειν, ἀλδαίνειν, Ar. and V. βόσκειν; see tend.
foster (a feeling, etc., in a person): P. and V. ἐντίκτειν (Plato) (τινί τι). ἐμβάλλειν (τινί τι) ἐντιθέναι (τινί τι), P. ἐμποιεῖν (τινί τι), ἐνεργάζεσθαι (τινί τι).