δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
Hating the city: Ar. μισόπολις.
Hating the Lacedaemonians: Ar. μισολάκων. Hating men: V. στυγάνωρ. Hating mortals: V. βροτοστυγής. Hating the people: Ar. and P. μισόδημος.