ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery
v. trans.
Cut down: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν. Absol., use P. δαπάνας συντέμνειν. Retrenching generally with a view to economy: P. τἄλλα . . . συστελλόμενοι εἰς εὐτέλειαν (Thuc. 8, 4).