σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
adj.
P. and V. ἀφύλακτος, ἄφρακτος, P. ἀφρούρητος.
Bare: P. and V. ἐρῆμος.
Unwalled: P. ἀτείχιστος.
Unarmed: P. and V. γυμνός, P. ἄοπλος, V. ψιλός, ἄσκευος, ἀτευχής.