ἀφρούρητος

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρούρητος Medium diacritics: ἀφρούρητος Low diacritics: αφρούρητος Capitals: ΑΦΡΟΥΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aphroúrētos Transliteration B: aphrourētos Transliteration C: afroyritos Beta Code: a)frou/rhtos

English (LSJ)

ἀφρούρητον, unguarded, Pl.Lg.760a, Plu.2.34of; ungarrisoned, Plb.4.25.7, al., Plu.Flam.10: metaph., Gal.18(1).321.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): dór. -ρα IAE 25.4 (III a.C.)
carente de protección, desprotegido ἀφρούρητον ... μηδὲν εἰς δύναμιν ἔστω ref. a la ciu., Pl.Lg.760a, cf. Plu.2.340f, χώρα Gal.18(1).321, αὐτόνομοι ὄντες καὶ ἀφρούρατοι IAE l.c.
en sent. militar carente de protección πόλις IIl.45.14 (II a.C.), πόλεις Plb.4.25.7, ἀφιᾶσιν ἀφρουρήτους καὶ ἐλευθέρους (τοὺς Κορινθίους, Φωκείς ...) Plu.Flam.10, πύλαι Longus 3.2.1, νηῦς Longus 2.13.1.

German (Pape)

[Seite 415] unbewacht, Plat. Legg. VI, 760 a; πόλις, ohne Besatzung, Pol. Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans gardien;
2 sans garnison.
Étymologie: , φρουρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρούρητος:
1 не находящийся под стражей (ἀ. καὶ ἐλεύθερος Plut.);
2 не охраняемый (ἀφρούρητον μηδὲν ἔστω Plat.);
3 не имеющий гарнизона (πόλις Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρούρητος: -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, στερούμενος φρουρᾶς, Πλάτ. Νόμ. 760Α, Πολύβ. 4. 25, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφρούρητος, -ον)
αυτός που δεν φρουρείται ή δεν επιτηρείται.