ἀφρούρητος
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
ἀφρούρητον, unguarded, Pl.Lg.760a, Plu.2.34of; ungarrisoned, Plb.4.25.7, al., Plu.Flam.10: metaph., Gal.18(1).321.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. -ρα IAE 25.4 (III a.C.)
carente de protección, desprotegido ἀφρούρητον ... μηδὲν εἰς δύναμιν ἔστω ref. a la ciu., Pl.Lg.760a, cf. Plu.2.340f, χώρα Gal.18(1).321, αὐτόνομοι ὄντες καὶ ἀφρούρατοι IAE l.c.
•en sent. militar carente de protección πόλις IIl.45.14 (II a.C.), πόλεις Plb.4.25.7, ἀφιᾶσιν ἀφρουρήτους καὶ ἐλευθέρους (τοὺς Κορινθίους, Φωκείς ...) Plu.Flam.10, πύλαι Longus 3.2.1, νηῦς Longus 2.13.1.
German (Pape)
[Seite 415] unbewacht, Plat. Legg. VI, 760 a; πόλις, ohne Besatzung, Pol. Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans gardien;
2 sans garnison.
Étymologie: ἀ, φρουρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρούρητος:
1 не находящийся под стражей (ἀ. καὶ ἐλεύθερος Plut.);
2 не охраняемый (ἀφρούρητον μηδὲν ἔστω Plat.);
3 не имеющий гарнизона (πόλις Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρούρητος: -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, στερούμενος φρουρᾶς, Πλάτ. Νόμ. 760Α, Πολύβ. 4. 25, 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφρούρητος, -ον)
αυτός που δεν φρουρείται ή δεν επιτηρείται.