fallacious
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
adj.
False: P. and V. ψευδής. Deceptive: P. ἀπαπηλός. Hollow, unsound: P. and V. ὕπουλος. σαθρός. Delusive: V. κέρτομος.