Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
subs.
P. and V. ὄχλος, ὁ, πλῆθος, τό. P. συρφετός, ὁ (Plat.). The rabble, the common people: P. and V. τὸ πλῆθος, οἱ πολλοί.