Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
adj.
P. and V. ἀρωγός (Thuc., Plat.), ἐπίκουρος, P. βοηθός, V. βοηδρόμος.
Defending: V. ἀλεξητήριος.