ἐπίκουρος
English (LSJ)
ὁ,
A helper, ally, Hom. only in Il., mostly in plural of the barbarian allies of Troy, Τρῶες . . ἠδ' ἐ. 2.815; Τρῶες καὶ Δάρδανοι ἠδ' ἐ. 3.456,al., cf. Hdt.2.152, 3.91, al.
2. mercenary troops, opp. citizen-soldiers, ἐπικούρους προσμισθοῦσθαι Th.2.33, cf. Hdt.1.154, 2.163, 3.145, Lys. 12.94, X.HG7.1.12, etc.; ἀπὸ Ἀρκαδίας ἐπίκουροι Hermipp.63.18; used as bodyguard by tyrants, Hdt.1.64, 6.39, Th.6.55,58.
3. οἱ ἐπίκουροι the guards, the military class in Plato's Republic, R.414b, 415a, 545d.
II. as adjective, assisting, aiding, c. dat. pers.,Ἀφροδίτη ἦλθεν Αρῃ ἐπίκουρος Il.21.431; βῆναι ἐ. τινι Pi.O.13.97; ταῖς νήσοις ἐπίκουρος Ar. Eq.1319; τοῖς ἀδικουμένοις ἐπίκουρος Th.3.67: c. gen. pers., ἐπίκουρε βροτῶν their defender, h. Mart.9; τῶν ἀνθρώπων ἐπίκουρος, of Eros, Pl.Smp. 189d: abs., patron, protector, δεσπότης ἐπίκουρος X.Cyr.7.5.61.
2. c. gen. rei, defending against or protecting against, νόσου E.Or.211 (troch.); πῦρ ἐ. ψύχους, σκότους, X.Mem.4.3.7; Λαβδακίδαις ἐπίκουρος θανάτων protecting them against deaths, S.OT496 (lyr.); πατρὶ αἱμάτων ἐπίκουρος E.El.138 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 952] helfend, beistehend; bei Hom. Il. immer subst., der Helfer im Kriege, bes. die barbarischen Hülfstruppen der Trojaner, Τρῶες ἠδ' ἐπίκουροι oder Τρῶες καὶ Δάρδανοι ἠδ' ἐπίκ., Il. 2, 815. 3, 456 u. öfter; ἡ ἐπίκουρος, die Helferinn, Ἀφροδίτη ἦλθεν Ἄρει ἐπίκουρος 21, 431; so auch bei Folgdn, Bundesgenossen, Hülfstruppen, Söldnerheere, Aesch. Pers. 870 Her. 2, 152 u. A.; ἀπὸ Ἀρκαδίας ἐπίκ. Hermipp. bei Ath. I, 27 f; Gegensatz von πολῖται Thuc. 6, 55; νεῶν ἐπικούρων, Schiffe zum Beistand, Plut. Per. 26. Auch von den um Sold dienenden Leibwachen der Könige u. Tyrannen, die sonst δορυφόροι heißen, Her. 1, 64. 6, 39; Thuc. 6, 55. 58. Bei Plat. Rep. III, 416 a heißen die Hunde ἐπίκουροι ποιμνίων, Schützer der Heerden; mit σωτῆρες verbunden, V, 463 b. – Als adj. schützend, beistehend, λόγος Plat. Theaet. 165 e; γίγνεσθαί τινι Legg. X, 890 d; τινός, gegen Etwas schützend, χέρ' ἐπίκουρον κακῶν Eur. I. A. 1027; ἐπίκουρον τῆς τοῦ γήρως αὐστηρότητος φάρμακον Plat. Legg. II, 666 d, wie ἐπίκουρον ψύχους Xen. Mem. 4, 3, 7; anders Soph. Λαβδακίδαις ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων O. R. 496, nach Musgrave's Aenderung, als Rächer; vgl. Eur. El. 138 ἔλθοις πατρὶ αἱμάτων ἐχθίστων ἐπίκουρος. – Die Grammatiker unterscheiden ἐπίκουροι, als Verbündete der angegriffenen Partei, von σύμμαχοι, den Verbündeten des angreifenden Teiles; doch findet sich dieser Unterschied nicht immer beachtet.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui vient au secours de, τινι ; οἱ ἐπίκουροι les auxilaires ; à Athènes les auxiliaires ou mercenaires;
II. p. suite
1 qui défend ou protège contre : ψύχους XÉN contre le froid ; τινί τινος ἐπίκουρος qui protège qqn contre qch ; vengeur;
2 οἱ ἐπίκουροι gardes mercenaires de certains princes ou tyrans.
Étymologie: ἐπί, κόρος².
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκουρος: (ῐ)
1 помогающий, оказывающий помощь (τινι Thuc., Arph.): ἐ. τινι ἐλθεῖν Hom. или βῆναι Pind. прийти к кому-л. на помощь; ἐ. τινος Eur., Xen., Plat. предохраняющий или защищающий от чего-л.;
2 оказывающий покровительство (δεσπότης Xen.);
3 вспомогательный (νῆες Plut.).
II ὁ, ἡ
1 помощник, защитник (βροτῶν HH; σωτῆρές τε καὶ ἐπίκουροι Plat.);
2 воен., преимущ. pl. наемники, наемные войска (в отличие от πολῖται и σύμμαχοι) Hom., Aesch., Her., Thuc. или наемные телохранители Hom., Xen., Thuc.;
3 мститель (πατρὶ αἱμάτων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκουρος: ὁ, βοηθός, σύμμαχος, παρ᾿ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ., τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἐπὶ τῶν βαρβάρων συμμάχων τῆς Τροίας, Τρῶες... ἠδ᾿ ἐπίκουροι Β. 815· Τρῶες καὶ Δάρδανοι ἠδ᾿ ἐπίκουροι Γ. 456, κ. ἀλλ.· πρβλ. Ἡρόδ. 2. 152., 3. 91, κ. ἀλλ. 2) παρ᾿ Ἀττ. ἐπίκουροι ἦσαν οἱ μισθωτοὶ στρατιῶται, οἵτινες ἐκαλοῦντο καὶ ξένοι, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐγχωρίους στρατιώτας, τοὺς πολίτας, Θουκ. 6. 55· ἐπικούρους προσμισθοῦσθαι ὁ αὐτ. 2. 33, πρβλ. Λυσ. 129. 4, κτλ.· ἀπὸ Ἀρκαδίας ἐπικούρους Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 18: ‒ - ὄνομα ἧττον τιμητικὸν τοῦ σύμμαχοι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 12. 3) = δορυφόροι, οἱ μισθωτοὶ σωματοφύλακες τῶν βασιλέων καὶ τυράννων, Ἡρόδ. 1. 64., 6. 39, πρβλ. Θουκ. 6. 58. 4) οἱ ἐπίκουροι, οὕτως ὀνομάζεται ἡ τάξις τῶν μαχίμων ἢ στρατιωτῶν ἐν τῇ Πολιτείᾳ τοῦ Πλάτωνος, Πολ. 414Β, 415Α, 545D. II. ὡς ἐπίθ., βοηθός, βοηθῶν, μετὰ δοτ. προσ., Ἀφροδίτη... Ἄρει ἐπίκουρος Ἰλ. Φ. 431· βῆναι ἐπ. τινι Πινδ. Ο. 137· ταῖς νήσοις ἐπ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1319· τοῖς ἀδικουμένοις ἐπ. Θουκ. 3. 67· ὡσαύτως μετὰ γεν. προσ., βροτῶν ἐπίκουρε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρη 9, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 189D, κ. ἀλλ.· ἀπολ., προστάτης, οἱ εὐνούχοι... δεσπότου ἐπικούρου προσδέονται Ξεν. Κύρ. 7. 5, 61. 2) μετὰ γεν. πράγμ., βοηθῶν, προστατεύων ἐναντίον τινός, νόσου Εὐρ. Ὀρ. 211. ψύχους Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 7· Λαβδακίδαις ἐπίκουρος θανάτων, προστατεύων αὐτοὺς ἐναντίον θανάτων, Σοφ. Ο. Τ. 496· πατρὶ αἱμάτων ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 138.
English (Autenrieth)
helper in battle, Il. 5.478, fem., Il. 21.431; pl., allies of the Trojans.
English (Slater)
ἐπῐκουρος, -ον helping ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων i. e. a path of words helpful sc. to my chariot of song (O. 1.110) c. dat. championing, Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος (O. 13.97)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίκουρος, -ον)
βοηθός, υπερασπιστής («Ἀφροδίτη ἧλθεν Ἄρῃ ἐπίκουρος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που χρησιμοποιείται σε έκτακτες περιπτώσεις ή για ορισμένο χρονικό διάστημα, έκτακτος («επίκουρος καθηγητής»)
αρχ.
1. (απολ.) προστάτης, κηδεμόνας, κύριος
2. (με γεν. πράγμ.) αυτός που προστατεύει, προφυλάσσει ή απαλλάσσει από κάτι («Λαβδακίδαις ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων», Σοφ.)
3. (για πράγμ.) αυτός που μπορεί να ενισχύσει
4. αυτός που βοηθά, που προάγει κάτι («ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων», Πίνδ.)
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίκουροι
(στην πλατωνική Πολιτεία) η τάξη μάχιμων στρατιωτών
6. οἱ ἐπίκουροι
α) ξένοι μισθοφόροι στρατιώτες
β) μισθωτοί σωματοφύλακες
γ) σύμμαχοι στρατιώτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίκορσος, με σίγηση του -σ- και αντέκταση
παράγωγο μη μαρτυρουμένου ρήματος, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kers- «τρέχω». Η συνεσταλμένη βαθμίδα ( krs) της ίδιας ρίζας εμφανίζεται στο λατ. curro «τρέχω». Η αρχική σημασία της λέξεως επίκουρος στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο ήταν «επικουρικό στράτευμα, σύμμαχος», ενώ στον Θουκυδίδη και γενικά στην Αττική χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο τα μισθοφορικά στρατεύματα όσο και γενικά όποιον βοηθάει, προστατεύει].
Greek Monotonic
ἐπίκουρος: ὁ,
I. 1. βοηθός, σύμμαχος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για τους συμμάχους της Τροίας, Τρῶες ἠδ' ἐπίκουροι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. στην Αττ., οι ἐπίκουροι ήταν μισθοφορικά στρατεύματα, αντίθ. προς τους γηγενείς στρατιώτες, τους πολίτες-στρατιώτες (πολῖται), σε Θουκ., Ξεν.
3. = δορυφόροι, οι σωματοφύλακες των βασιλιάδων, σε Ηρόδ.
II. 1. ως επίθ., βοηθός, αρωγός, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. με γεν. πράγμ., υπερασπιστής ή αυτός που προστατεύει, σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: subst. and adj.
Meaning: helper, auxiliary troops (pl.), support; helping, protecting (Il.).
Derivatives: ἐπικουρικός consisting of aux. troops (Th., Pl.), ἐπικούριος coming to help (Paus.), ἐπικουρία, -ίη help, support (Ion.-Att.), denomin. ἐπικουρέω coming to help, support (Ε 614; cf. E. Kretschmer, Glotta 18, 98f.) with ἐπικούρησις, -ημα, -ητικός.
Origin: IE [Indo-European] [583] *kr̥s- walk
Etymology: Prob. for *ἐπίκορσος (Solmsen KZ 30, 600f.; as ἐπίφορος etc.) from verb that is lost in Greek, equivalent to Lat. currō walk (< *kr̥s-ō). Cf. the related Celtic word for car, OIr. carr, Welsh carros (from where Lat. carrus, Arm. kaṙ-k (pl.) wagon; from Galatic). Further perhaps σάρσαι ἅμαξαι as Illyrian (Lagercrantz IF 25, 367); veryr doubtful MHG hurren move quickly. - The word is completely isolated in Greek.
Middle Liddell
ἐπί-κουρος, ὁ,
I. an assister, ally, Il., Hdt.; of the allies of Troy, Τρῶες ἠδ' ἐπίκουροι Il.
2. in Attic, ἐπίκουροι were mercenary troops, opp. to the citizen-soldiers (πολῖταἰ, Thuc., Xen.
3. = δορυφόροι, the bodyguards of kings, Hdt.
II. as adj. assisting, aiding, c. dat. pers., Il., Ar., etc.
2. c. gen. rei, defending or protecting against, Soph., Eur., Xen.
Frisk Etymology German
ἐπίκουρος: {epíkouros}
Grammar: Subst. und Adj.
Meaning: Helfer, Hilfstruppen (pl.), Beistand; helfend, schützend (seit Il.).
Derivative: Davon ἐπικουρικός aus Hilfstruppen bestehend (Th., Pl.), ἐπικούριος zu Hilfe eilend (Paus.), ἐπικουρία, -ίη Hilfe, Beistand (ion. att.) ebenso wie das Denominativum ἐπικουρέω zu Hilfe eilen, beistehen (seit Ε 614; zur Verbreitung E. Kretschmer 18, 98f.) mit ἐπικούρησις, -ημα, -ητικός.
Etymology: Wahrscheinlich für *ἐπίκορσος (Solmsen KZ 30, 600f. mit Fick; wie ἐπίφορος usw.) von einem im Griechischen verlorengegangenen primären Verb, das in schwundstufiger Form in lat. currō laufen (aus *kr̥s-ō) erhalten ist. Auch die übrigen herangezogenen Wörter zeigen Schwundstufe, so namentlich das sicher urverwandte keltische Wort für Wagen, air. carr, gall. carros (wovon lat. carrus, arm. kaṙ-k‘ (pl.) Wagen; aus dem Galatischen). In Betracht kommt ferner σάρσαι· ἅμαξαι als illyrisch (Lagercrantz IF 25, 367); sehr fraglich dagegen mhd. hurren sich rasch bewegen. — Ältere Lit. bei Bq und WP. 1, 427f.; dazu noch W.-Hofmann s. currō.
Page 1,537-538
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=βοηθός, σύμμαχος). Σύνθετο ἀπό τό ἐπί + κοῦρος (=παλικάρι, δρομαῖος) ἀπό τό κείρω (=κουρεύω, γιατί στόν καιρό τῆς ἥβης ἔκοβαν τά μαλλιά). Ἔχει σχέση μέ τό λατιν. curro (=τρέχω). Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα κείρω. Παράγωγα τοῦ ἐπίκουρος: ἐπικουρέω -ῶ (=βοηθῶ), ἐπίκουροι (=μισθωτοί στρατιῶτες), ἐπικουρία (=βοήθεια), ἐπικούρημα (=βοήθημα), ἐπικούρησις (=βοήθεια), ἐπικουρητέον, ἐπικουρικός, δυσεπικούρητος (=δυσκολοβοήθητος), ἀνεπικούρητος.
Lexicon Thucydideum
auxiliator, one who brings aid, 1.40.3,
Transl. translate 3.67.2,
auxilia, reinforcements, 1.105.3. 1.115.4, 2.33.1, 2.70.3. 2.79.3. 3.18.1. 3.18.2. 3.34.2, 3.73.1. 3.85.3, 4.46.2. 4.129.3. 4.130.3. 4.131.3. 6.55.3. 6.58.2. 8.28.4. 8.38.3.
Translations
protector
Arabic: حَامٍ; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: beschermer, beschermheer, behoeder; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: protecteur, guardien; Galician: protector; German: Beschützer; Ancient Greek: ἀλεξήτειρα, ἀλεξητήρ, ἀλκτήρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἐπίκουρος, ἐπιστάτης, ἐπίτροπος, ἱκέτης, κηδεμών, κηδευτής, πρόξεινος, πρόξενος, πρόξηνος, προσκεπαστής, προστάτης, σκεπαστής, σκοπός, ὑπερασπιστής, φύλαξ, χραισμήτωρ; Irish: cosantóir; Italian: protettore, protettrice; Kurdish Central Kurdish: حافیز, پاڕێزگار; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: patronus, patrona, protector, protectrix, tutor, fautor, praeses; Old English: sċildend; Portuguese: protetor; Romanian: protector, protectoare; Russian: защитник, защитница; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: protector, protectora, valedor; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ
helper
Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ, ܥܕܘܪܬܐ, ܡܥܕܪܢܐ, ܡܥܕܪܢܝܬܐ; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: helper, helpster; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: assistant, assistante; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: Helfer, Helferin; Greek: βοηθός; Ancient Greek: ἀμύντωρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἀοσσητήρ, ἀρωγός, βοαθόος, βοηδρόμιος, βοηδρόμος, βοηθόος, βοηθός, ἐπαμύντωρ, ἐπαρηγών, ἐπαρωγός, ἔπεργος, ἐπίκουρος, ἐπίρροθος, ἐπιτάρροθος, ξυνεργός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, παραστάτις, πάρεδρος, ποδηγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, ξυμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συναρωγός, συνέντης, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνέριθος, τιμάορος, τιμωρός, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: aiutante, assistente, supporto, apprendista; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: adiutor, optio, administer; Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی; Persian: دستیار, آسیستان; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: ajudante; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: помощник, помощница, ассистент, ассистентка, подручный; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, ayudador; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan
ally
Albanian: aleat, përkrahës; Arabic: حَلِيف, حَلِيفَة; Armenian: դաշնակից; Azerbaijani: müttəfiq; Belarusian: саюзнік, саюзніца; Bulgarian: съюзник, съюзница, съюзничка; Burmese: မဟာမိတ်; Chinese Mandarin: 盟國/盟国; Czech: spojenec, spojenkyně; Danish: allieret, forbundsfælle; Dutch: bondgenoot, bondgenote; Esperanto: aliancano; Estonian: liitlane; Finnish: liittolainen; French: allié, alliée; Georgian: მოკავშირე; German: Alliierter, Alliierte, Bundesgenosse, Bundesgenossin, Verbündeter, Verbündete; Greek: σύμμαχος; Ancient Greek: ἔνσπονδος, ἐπίκουρος, ἐπιτάρροθος, ξύμμαχος, ὅμαιχμος, σύμμαχος; Hebrew: בַּעַל בְּרִית; Hindi: मित्र; Hungarian: szövetséges; Icelandic: bandamaður; Indonesian: sekutu; Italian: alleato, alleata; Japanese: 同盟国, 味方; Kazakh: одақтас; Khmer: រណមិត្ត; Korean: 동맹국(同盟國); Kyrgyz: союздаш, союзник; Lao: ພັນທະມິດ; Latin: socius; Latvian: sabiedrotais; Lithuanian: sąjungininkas; Macedonian: сојузник, сојузница, сојузничка; Malay: sekutu; Maori: haumi, uku, whakauru; Norwegian Bokmål: alliert; Persian: همپیمان, متحد; Polish: aliant, aliantka, sojusznik, sojuszniczka; Portuguese: aliado, aliada; Romanian: aliat, aliată; Russian: союзник, союзница; Serbo-Croatian Cyrillic: савезнӣк, савезница; Roman: sáveznīk, sáveznica; Shan: ဢူၺ်းလီ; Slovak: spojenec, spojenkyňa; Slovene: zaveznik, zaveznica; Spanish: aliado, aliada; Swedish: allierad, bundsförvant; Tagalog: kapanig; Tajik: иттифоқчӣ; Thai: พันธมิตร; Turkish: müttefik; Ukrainian: союзник, союзниця; Urdu: حَلِیف, رَفِیق; Uzbek: ittifoqchi, ittifoqdosh; Vietnamese: nước đồng minh