δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
subs.
P. σκληρότης, ἡ, χαλεπότης, ἡ. Obstinacy: P. αὐθάδεια, ἡ, Ar. and V. αὐθαδία, ἡ.