pleader
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Advocate: P. and V. συνήγορος, ὁ or ἡ, σύνδικος, ὁ or ἡ. P. παράκλητος, ὁ.