Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
v. trans.
P. and V. οἰκεῖν, κατοικεῖν, ἐνοικεῖν (dat.), ἔχειν, νέμειν (rare P.), νέμεσθαι (mid.), Ar. and V. ναίειν, V. ἐνναίειν dat.), ἐγκατοικεῖν (dat.).