τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
subs.
P. and V. σύννοια, ἡ, ἐνθύμησις, η (Eur., Frag.), φροντίς, ἡ (rare P.), P. ἔννοια, ἡ. P. θεωρία, ἡ.