traversable
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. πορεύσιμος (Plat.), εὔβατος (Plat.), εὔπορος, P. διαβατός, V. περάσιμος (Eur., Frag.).