εὔβατος

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔβᾰτος Medium diacritics: εὔβατος Low diacritics: εύβατος Capitals: ΕΥΒΑΤΟΣ
Transliteration A: eúbatos Transliteration B: eubatos Transliteration C: eyvatos Beta Code: eu)/batos

English (LSJ)

εὔβατον, (βαίνω)
A accessible, passable, οὐ γὰρ εὔ. περᾶν A.Pr.718; ποιεῖν τι εὔ. τινί Pl.Lg.761a: Comp. εὐβατώτερος X.HG4.6.9.
II of dwarf fig-trees, in Comp., more accessible or manageable, Thphr.HP 2.6.12.

German (Pape)

[Seite 1058] leicht zu betreten, zugänglich, von Flüssen, εὔβ. περᾶν, leicht zu übergehen, Aesch. Prom. 720; τοῖς φίλοις εὔβατα ποιεῖν Plat. Legg. VI, 761 a; εὐβατώτερον τὸ ὄρος Xen. Hell. 4, 6, 9; Sp., wie Pol. 1, 56, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on peut aisément marcher, accessible, abordable;
Cp. εὐβατώτερος.
Étymologie: εὖ, βαίνω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔβατος, -ον)
1. ο ευπρόσιτος, ο ευκολοδιάβατος («οὐ γὰρ εὔβατος περᾱν», Αισχύλ.)
2. (για δέντρο) εκείνο του οποίου φτάνει εύκολα κανείς τα κλαδιά για να κόψει τους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βατός (< βαίνω), πρβλ. δύσβατος].

Greek Monotonic

εὔβᾰτος: -ον (βαίνω), προσιτός, ευκολοπλησίαστος, διαβατός, σε Αισχύλ.· συγκρ. -ώτερος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔβᾰτος: (тж. εὔ. περᾶν Aesch.) удобопроходимый, доступный (εὐβατώτερον τὸ ὄρος καὶ ὁπλίταις καὶ ἵπποις Xen.; ποταμός Plut.): δύσβατα δὲ πάντα ποιεῖν τοῖς ἐχθροῖς, τοῖς δὲ φίλοις ὅτι μάλιστα εὔβατα погов. Plat. для врагов (нужно) все сделать непроходимым, для друзей же - как можно более доступным.

Middle Liddell

εὔ-βᾰτος, ον βαίνω
accessible, passable, Aesch.; comp. -ώτερος, Xen.

English (Woodhouse)

able to be crossed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

passable

Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny

accessible

Armenian: հասանելի; Belarusian: даступны, дасягальны; Bulgarian: достъ́пен, достижим; Catalan: accessible; Czech: dostupný, přístupný; Danish: tilgængelig; Dutch: toegankelijk; Esperanto: alirebla; Estonian: ligipääsetav; Finnish: helppopääsyinen; French: accessible; Galician: accesible, accesíbel; Georgian: მისაწვდომი; German: zugänglich; Greek: προσιτός; Ancient Greek: βάσιμος; Hungarian: megközelíthető; Interlingua: accessibile; Italian: accessibile; Kazakh: қолжетімді; Latin: patens; Macedonian: достапен; Norwegian Bokmål: tilgjengelig; Nynorsk: tilgjengeleg; Polish: dostępny; Portuguese: acessível; Romanian: accesibil; Russian: доступный, достижимый; Sanskrit: सुगम; Serbo-Croatian Cyrillic: до̀ступан, при̏ступа̄чан; Roman: dòstupan, prȉstupāčan; Slovak: dostupný, prístupný; Slovene: dostopen; Spanish: accesible, asequible; Swedish: tillgänglig; Turkish: erişilebilir; Ukrainian: доступний, досяжний, досяжний; Welsh: hygyrch