Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
subs.
P. ἀκράτεια, ἡ, ἀκολασία, ἡ, ἀσέλγεια, ἡ, P. and V. ὕβρις, ἡ, V. μαργότης, ἡ; see wantonness.