ἀσέλγεια
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ,
A licentiousness, wanton violence, Pl.R. 424e, Is.3.13, etc., οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος D.4.9: joined with ὕβρις, Id.21.1; insolence, opp. κολακεία, Phld.Lib.p.42 O.; τῶν δημαγωγῶν Arist.Pol.1304b22: Astrol., epithet of certain ζῴδια, Vett. Val.335.34.
II licentiousness, περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Plb.36.15.4, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 insolencia, desenfreno ἀ. πολλὴ ... περὶ αὐτῆς Is.3.13, la música ἔρχεται ἐπὶ τοὺς νόμους ... σὺν πολλῇ ... ἀσελγείᾳ Pl.R.424e, οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος D.4.9, op. a ὕβρις D.21.1, op. a πλεονεξία D.10.2, ἡ τῶν δημαγωγῶν ἀ. Arist.Pol.1304b21, en plu. Phld.Lib.42.
2 vida licenciosa, depravación ἀ. καὶ περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Plb.36.15.4, γάμων ἀταξία, μοιχεία καὶ ἀ. LXX Sap.14.26, cf. Eu.Marc.7.22, los gentiles ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ Ep.Eph.4.19, ἐν ἀσελγείᾳ τραφείς D.C.45.26.3, ἀσελγείας διδάσκαλος ἦν Philostr.VA 4.44, de una mujer desnuda ὑπερβολὴ ἀσελγείας colmo de impudicia I.BI 1.439.
German (Pape)
[Seite 369] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines ἀσελγής, Plat. Rep. IV, 424 e (B. A. 451 ἡ μετ' ἐπηρεασμοῦ καὶ θρασύτητος βία); καὶ ὕβρις Dem. Mid. 1; περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Pol. 37, 2; öfter εἴς τινα, Muthwillen, z. B. 1, 6, 5. Von Weibern. Alciphr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impudence, insolence, grossièreté;
NT: débauche, licence, impudicité.
Étymologie: ἀσελγής.
Russian (Dvoretsky)
ἀσέλγεια: ἡ разнузданность, бесчинство, беспутный образ жизни Plat., Dem., Arst., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέλγεια: ἡ, ἀκολασία, ἡ μετὰ θρασύτητος βία, Πλάτ. Πολ. 424Ε, Ἰσαῖος 39. 23, κτλ.· οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας ἄνθρωπος Δημ. 42. 25: μετὰ τοῦ ὕβρις· τὴν μὲν ἀσέλγειαν, ὦ ἄνδρες δικασταί, καὶ τὴν ὕβριν, ὁ αὐτ. 514. 12· τῶν δημαγωγῶν Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 1. ΙΙ. λαγνεία, ἀκολασία, αἰσχρότης, ἀσ. περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Πολύβ. 37. 2, 4, κτλ.
English (Strong)
from a compound of Α (as a negative particle) and a presumed selges (of uncertain derivation, but apparently meaning continent); licentiousness (sometimes including other vices): filthy, lasciviousness, wantonness.
English (Thayer)
ἀσελγειας, ἡ, the conduct and character of one who is ἀσελγής (a word which some suppose to be compounded of the alpha privative and Σελγη, the name of a city in Pisidia whose citizens excelled in strictness of morals (so Etym. Magn. 152,38; per contra cf. Suidas 603d.): others of ἆ intens. and σαλάγειν, to disturb, raise a din; others, and now the majority, of alpha privative and σέλγω equivalent to θέλγω, not affecting pleasantly, exciting disgust), "unbridled lust, excess, licentiousness, lasciviousness, wantonness, outrageousness, shamelessness, insolence": ἀπωλείαις), 18; of carnality, lasciviousness: Plato, Isocrates and following; at length by Plutarch (Lucull. 38) and Lucian (dial. meretr. 6) of the wantonness of women (Lob. ad Phryn., p. 184n.).) Cf. Tittmann i., p. 151 f; (especially Trench, § xvi.).
Greek Monolingual
η (AM ἀσέλγεια) ασελγής
η ιδιότητα του ασελγούς, η αναισχυντία
2. η ακολασία, η λαγνεία.
Greek Monotonic
ἀσέλγεια: ἡ, ασέλγεια, σε Πλάτ., Δημ.
Middle Liddell
ἀσελγής
licentiousness, Plat., Dem.
Chinese
原文音譯:¢sšlgeia 阿-些而給阿
詞類次數:名詞(9)
原文字根:不-月-帶領(著)
字義溯源:邪蕩,邪淫,行邪淫,放縱情慾,淫蕩,過分任性;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(Σεκοῦνδος)Y*=節制的)組成。這字描寫極其無恥的邪惡罪行,在( 可7:21,22)列出一個清單
出現次數:總共(10);可(1);羅(1);林後(1);加(1);弗(1);彼前(1);彼後(3);猶(1)
譯字彙編:
1) 邪淫(3) 彼前4:3; 彼後2:2; 彼後2:7;
2) 邪蕩(3) 羅13:13; 林後12:21; 加5:19;
3) 行邪淫(1) 彼後2:18;
4) 放縱情慾(1) 猶1:4;
5) 私慾(1) 弗4:19;
6) 淫蕩(1) 可7:22