Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Menander, Monostichoi, 560French (Bailly abrégé)
inf. pf. de ἵστημι.
Greek Monotonic
ἑστάναι: ποιητ. αντί ἑστηκέναι, απαρ. παρακ. του ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἑστάναι: inf. pf. к ἵστημι.