ἑστάναι

From LSJ
Revision as of 20:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

French (Bailly abrégé)

inf. pf. de ἵστημι.

Greek Monotonic

ἑστάναι: ποιητ. αντί ἑστηκέναι, απαρ. παρακ. του ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἑστάναι: inf. pf. к ἵστημι.