κατάκλεισις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shutting up, closing, Gal.19.445. II completion, Nicom. ap. Theol.Ar.43. III beam resting on the pillars of the Χελώνη, Ath. Mech.18.9 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, das Zuschließen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλεισις: -εως, ἡ, τὸ κατακλείειν, ἡ ἐντελὴς κλεῖσις, Γαλην.
Greek Monolingual
κατάκλεισις, ἡ (AM) κατακλείω
μσν.
ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση
αρχ.
1. το κλείσιμο
2. η αποπεράτωση, το τελείωμα
3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης».