κατάκλεισις

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκλεισις Medium diacritics: κατάκλεισις Low diacritics: κατάκλεισις Capitals: ΚΑΤΑΚΛΕΙΣΙΣ
Transliteration A: katákleisis Transliteration B: katakleisis Transliteration C: katakleisis Beta Code: kata/kleisis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A shutting up, closing, Gal.19.445.
II completion, Nicom. ap. Theol.Ar.43.
III beam resting on the pillars of the Χελώνη, Ath. Mech.18.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, das Zuschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλεισις: -εως, ἡ, τὸ κατακλείειν, ἡ ἐντελὴς κλεῖσις, Γαλην.

Greek Monolingual

κατάκλεισις, ἡ (AM) κατακλείω
μσν.
ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση
αρχ.
1. το κλείσιμο
2. η αποπεράτωση, το τελείωμα
3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης».