νανναριστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A prodigal, Phot. (ναναρ- cod.).
Greek (Liddell-Scott)
νανναριστής: ὁ, «κίναιδος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νανναριστής, ὁ (Α)
(κατά τον Φώτ.) «νανναρισταί, γένος τι άσωτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναννάριον, πιθ. μέσω αμάρτυρου νανναρίζω].