Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Full diacritics: νικητήρ | Medium diacritics: νικητήρ | Low diacritics: νικητήρ | Capitals: ΝΙΚΗΤΗΡ |
Transliteration A: nikētḗr | Transliteration B: nikētēr | Transliteration C: nikitir | Beta Code: nikhth/r |
in Dor. form νικ-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ,
A winner, τᾶς ἀγέλας SIG527.152 (Dreros, iii B.C.): pl., νικατῆρες· οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν, Hsch.
νικητήρ, δωρ. τ. νικατήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. οδηγη-τήρ)].