ξυστροφύλαξ

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ,

   A place or box for keeping ξῦστραι in, Artem.1.64.

German (Pape)

[Seite 283] ακος, ὁ, Behältniß für die ξύστρα, Artemid. 1, 66.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστροφύλαξ: ὁ, θήκημέρος ἔνθα φυλάττονται ξύστρα, Ἀρτεμίδ. 1. 66.

Greek Monolingual

ξυστροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
θήκη ή μέρος για τη φύλαξη της ξύστρας του λουτρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + φύλαξ.