σχηματογραφία

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ἡ,

   A figure described, Nicom.Ar.2.8, Ptol.Tetr.142, Paul.Al.L.2, Simp.in Cael.428.3, in Ph.457.14.    2 plan or map of land, PMeyer 1.20 (ii B.C.), PSI10.1118.10 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1055] ἡ, das Figurenzeichnen, -schreiben, Sp.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σχηματογραφῶ
η διαγραφή σχημάτων ή η παράσταση αντικειμένων με σχήματα
νεοελλ.
μαθημ. η λύση εξίσωσης ή συστήματος εξισώσεων με γραφική παράσταση
μσν.-αρχ.
παράσταση αντικειμένων με εικόνες
αρχ.
σχέδιο ή χάρτης ενός τόπου.