τοκαρίδιον

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

τό,

   A usurula, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1125] τό, wie τοκάριον, dim. von τόκος, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τοκᾰρίδιον: τό, ὡς τὸ ἑπόμ., ὑποκορ., τοῦ τόκος ΙΙ. 2, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρός τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + υποκορ. κατάλ. -άριον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λιθ-αρ-ίδιον)].