τοκαρίδιον

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκᾰρίδιον Medium diacritics: τοκαρίδιον Low diacritics: τοκαρίδιον Capitals: ΤΟΚΑΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: tokarídion Transliteration B: tokaridion Transliteration C: tokaridion Beta Code: tokari/dion

English (LSJ)

τό, usurula, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1125] τό, wie τοκάριον, dim. von τόκος, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τοκᾰρίδιον: τό, ὡς τὸ ἑπόμ., ὑποκορ., τοῦ τόκος ΙΙ. 2, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρός τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + υποκορ. κατάλ. -άριον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λιθ-αρ-ίδιον)].