φοιτητής

Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who regularly goes or comes; esp. disciple, pupil, Pl.R.563a, Euthd.295d, Alc.1.109d, Lg.779d, Phld.Acad.Ind. p.17M., AP7.122 (D.L.).

German (Pape)

[Seite 1297] ὁ, 1) der öfters Hingehende, Kommende, bes. der Schüler, Lehrling, Plat. Alc. I, 109 d Euthyd. 295 d u. öfter; vgl. B. A. 71. 116. – 2) als adj. = φοιταλέος, ταρσός, οἶστρος, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

φοιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεχῶς φοιτῶν που, ὁ συχνάζων εἴς τινα τόπον· ἰδίως μηθητής, Πλάτ. Πολ. 563Α, Εὐθύδ. 295D, Ἀλκ. 1. 1090, Νόμ. 779D· ἴδε ἐν λέξ. φοιτάω Ι. 5· ― φοιτητής, συμφοιτητὴς ἦσαν Ἀττικώτερα ἀντὶ τοῦ συνήθους μαθητής, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écolier.
Étymologie: φοιτάω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φοιτήτρια Ν φοιτῶ
νεοελλ.
σπουδαστής ανώτατου ή ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος
μσν.-αρχ.
αυτός που συχνάζει κάπου, ιδίως ως μαθητευόμενος («φοιτηταὶ... διδασκάλων ὀλιγωροῡσιν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

φοιτητής: -οῦ, ὁ (φοιτάω I. 4.), φοιτητής, μαθητής, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φοιτητής: οῦ ὁ школьник, ученик Plat.

Middle Liddell

φοιτητής, οῦ, ὁ, φοιτάω 1. 4]
a scholar, pupil, Plat.