εὐποιΐα

Revision as of 13:40, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

English (LSJ)

ἡ,

   A beneficence, Ep.Hebr.13.16, Inscr.Perg.333, Luc.Abd. 25, D.L.10.10, Procl. in Alc.p.121 C.; τῆς εἴς τινας εὐ. IG3.1054:— in form εὐποΐα, εἰς πλῆθος Inscr.Prien.112.19 (i B. C.): in pl., ib.113.76 (i B. C.), Ph.1.582, Hierocl.p.59 A.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποιΐα: ἡ, ἀγαθοεργία, εὐεργεσία, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 25· τῆς εἰς ἑαυτὸν εὐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 189. 9· πληθ., νίκησον αὐτοῦ τὴν ἀγριότητα ταῖς εὐποιΐαις Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 477. 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bienfaisance.
Étymologie: εὖ, ποιέω.

English (Strong)

from a compound of εὖ and ποιέω; well-doing, i.e. beneficence: to do good.

English (Thayer)

(εὐποιΐα WH (cf. Iota, at the end)), εὐποιΐας, ἡ (ἐυποιος), a doing good, beneficence: Arrian exp. Alex. 7,28, 8; Alciphron 1,10; Lucian, imag. 21; a benefit, kindness, Josephus, Antiquities 2,11, 2; (plural, ibid. 19,9, 1).

Greek Monotonic

εὐποιΐα: ἡ (ποιέω), αγαθοεργία, ευεργεσία, φιλανθρωπία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐποιΐα: ἡ доброе дело, благодеяние, услуга Luc., Diog. L.

Chinese

原文音譯:eÙpoia 由-拍衣阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-行(著)
字義溯源:行善;由(εὖ / εὖγε)=好)與(ποιέω)*=作,行)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 行善(1) 來13:16